ΚΡΙΤΙΚΕΣ

                                ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΜΗΤΕΡΕΣ


Όχι μόνο εδώ αλλά και στις περισσότερες εθνικές λογοτεχνίες, συνήθως οι συλλογές διηγημάτων, εκτός και αν προέρχονται από πεζογράφους που τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα και επιμένουν στο είδος αυτό, παίζουν τον ρόλο της ανάπαυλας μεταξύ δύο εκτεταμένων αφηγηματικών συνθέσεων. Κάτι τέτοιο υποθέτω πως συμβαίνει και με τις Σκοτεινές μητέρες της Λείας Βιτάλη. Ακολουθούν το πολυσέλιδο μυθιστόρημά της, Το παραμύθι του μεγάλου φόβoυ (1999), και ανοίγουν τον ορίζοντα, κατά τις πληροφορίες που έχουμε, προς μια ακόμα μεγάλη σύνθεση όπου η συγγραφέας θα χρησιμοποιήσει, αν και μάλλον με χαλαρό τρόπο, το ιστορικό περίγραμμα μιας ορισμένης εποχής ως μυθιστορηματική της σκηνογραφία. Λέω με «χαλαρό τρόπο», γιατί η δομή του Μεγάλου φόβου, αν και στηρίζεται στα καθέκαστα μιας περιόδου του Βυζαντίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί σύνθεση ιστορική. Η ματιά του αφηγητή εστιάζεται στην εσωτερική όψη που ακολουθεί η κίνηση της ιστορίας. Δηλαδή στο πώς η γενική αίσθηση μέσα στην οποία θέλουν δεν θέλουν βρίσκονται τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, εισδύει στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στις πράξεις τους. ’λλωστε, η ζωή τους, έτσι όπως σχηματίζεται στο μυθιστόρημα, αν και σε πολλές σελίδες παρασύρεται από τον επικό χαρακτήρα των γεγονότων, κατάβάθος δείχνει να ωθείται μάλλον από συσσωρευμένα ψυχικά τραύματα, από πρώιμα βιώματα, από ιδιοσυγκρασιακές ενορμή- σεις και πάθη, παρά από κίνητρα κρυστάλλινης διαύγειας.

Όλα αυτά δείχνουν το πόσο παίζουν σημαντικό ρόλο στα πεζά της Βιτάλη οι μύθοι και πόσο είναι τα πρόσωπά της επιρρεπή στη δράση των άδηλων πολλές φορές δυνάμεων που αναδύονται ξαφνικά και επιβάλλονται στις ανθρώπινες ζωές. Πράγμα που επιβεβαιώνεται και από άλλα προγενέστερα βιβλία της -ας πούμε, τα διηγήματα Η μυρωδιά του μαύρου (1995), αλλά και τα θεατρικά της Το γεύμα (2000) και Το μεγάλο παιχνίδι (2002). Τουλάχιστον στις δύο πρώτες και εκτενέστερες ιστορίες των Σκοτεινών μητέρων βλέπουμε παρομοίως ότι οι μύθοι είναι σύμφuτoι με τα α-χρονικά στοιχεία της ζωής. Η έννοια της παράβασης, η έννοια της θυσίας και της ανθρωποθυσίας, η σχέση της ψύσης και της γης με το ανθρώπινο σώμα, η αγάπη της μητέρας που μεταμορφώνεται σε τυραννία, σε καταστολή, σε απομύζηση της ίδιας της ζωής του παιδιού της. Η συνήθως εξαγιασμένη στην παραδοσιακή λογοτεχνία μητέρα, η οποία, όπως ακριβώς στις οιδιπόδειες τραγωδίες, γίνεται στα δύο πρώτα πεζά της Βιτάλη θύτης, ή οπλίζει το χέρι του θύτη, καθώς διεκδικεί μέσα από το άλογο πάθος της αυτό που δεν έζησε η ίδια. Πράγματα διόλου καθησυχαστικά, διόλου ταιριασμένα με το συμβατικό γούστο και το κριτήριο του μέσου αναγνώστη πράγματα όντως σκοτεινά, που αγγίζουν αλλά δεν καταλήγουν να είναι νοσηρά, μάλλον επειδή οι δυνάμεις που σπρώχνουν τις μητέρες προς το άλογο, προς τον φόνο και προς την ηθική παράβαση, μοιάζουν να ξεπηδούν από τα έγκατα της γης. Ο Έρωτας ή η προσωποίησή του που ακούει τις επικλήσεις και προσελκύεται από τις μαγικές τελετουργίες της Σταυριανής, για να έρθει και να ζωογονήσει το κορμί της ασθενικής κόρης της η Aντρίκα που διεκδικεί ώς το τέλος τον γιο της στελνοντάς τον στον θάνατο. Θρύλοι ή ανα-αφηγήσεις θρύλων, με σαφείς όμως προεκτάσεις σε κοινωνικά και σεξικά αρχέτυπα, που η ουσία τους παραμένει ενεργή ως σήμερα.

Τόσο οι δύο πρώτες ιστορίες, ας πούμε οι πιο «παραμυθένιες» και πιο κοντά στα πρότυπα των λαίκότροπων τοπικών θρύλων, όσο και οι υπόλοιπες δύο, «Το αυγό» και «Το μπλε της καρδιάς της», που είναι απολύτως σύγχρονες ως προς τις νοοτροπίες και τις διαθέσεις των γυναικείων προσώπων τους, χρησιμοποιούν με πολλαπλούς τρόπους το όνειρο. Όλες τους οραματίζονται, φαντασιώνονται, ποθούν, είτε προσδοκώντας κάτι που θα τις αποσπάσει από την ερημιά του παρόντος είτε ελπίζοντας σε κάτι που θα τους παρατείνει ακόμη λίγο την παροδική έστω βεβαιότητα που ζουν. Ζώντας κυρίως τη μέσα ζωή τους, διαστέλλουν το πρόσκαιρο, το παροδικό και συνηθισμένο, σε τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε να του δίνουν διαστάσεις αλλόκοτες, κάνοντας έτσι και εκείνον που διατρέχει τις ιστορίες της Βιτάλη να εξοικειωθεί σιγά σιγά με τα λανθάνοντα, τα υπονοούμενα, ακόμα και τα «μαγικά» και θρυλικά που από την ίδια φύση τους δεν είναι δυνατό να περιγραφούν στο ακέραιό τους. Χαρακτηριστική είναι η τελευταία ιστορία των Σκοτεινών μητέρων, «Το μπλε της καρδιάς της», μια ιστορία με πολλά συμβολιστικά στοιχεία που δίνουν στην αφήγηση μια έντονη ποιητική αίσθηση. Τα γαλάζια μάτια ενός κοριτσιού, που συναντά μια γερμανίδα ζωγράφος στον δρόμο, αλλάζουν κυριολεκτικά τον τρόπο της να παρατηρεί γύρω της και να βλέπει μέσα της. Σιγά-σιγά το γαλάζιο αποκτά έτσι μια καθαρά υποστασιακή σημασία, γίνεται ο κανόνας υπάρξεως της ζωγράφου, έτσι ώστε, στο τέλος όλα αυτά περνούν και μετουσιώνονται στο έργο της. Το γαλάζιο «δεν έμοιαζε πια ένα βαμμένο χρώμα. Ήταν το ίδιο η ζωή». Από αυτήν την πλευρά λοιπόν, αναμφισβήτητα την πιο ενδιαφέρουσα για την ανατομία του ψυχισμού, και εδώ του γυναικείου / μηrρικoύ ψυχισμού, νομίζω ότι «Το μπλε της καρδιά της», όπως και το εξίσου ή ακόμα πιο καλογραμμένο «Αυγό», κερδίζουν περισσότερο τον αναγνώστη τους, έτσι όπως κινείται ευέλικτα η εξομολογητική, άλλοτε δραματική και άλλοτε χιουμοριστική τους αφήγηση.

Αλέξης Ζήρας, Κυριακάτικη ΑΥΓΗ, 23 Οκτωβρίου 2005

 


                               ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΜΗΤΕΡΕΣ 


ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΜΗΤΕΡΕΣ

Η μητρότητα και ο έρωτας βρίσκονται στο επίκεντρο της συλλογής διηγημάτων της Λείας Βιτάλη, Σκοτεινές μητέρες. Στην αφήγηση, τα δύο αυτά θέματα λειτουργούν με τρόπο πυρηνικό και ταυτόχρονα επεκτατικό, συνιστώντας την αφετηρία και τα ερείσματα της πλοκής, ως δυνάμεις αρχέγονες και τυφλές, αλληλοσυμπληρούμενες και αλληλοαποκλειόμενες. Η πολεμική ή η διαλεκτική αυτή συνύπαρξη χρωματίζει τις ιστορίες σχεδόν σιο σύνολό τους και τους προσδίδει ιδιαίτερη ένταση και δραματικότητα.

Η φιγούρα της μάνας, ως φορέας ζωής αλλά και θανάτου, υπάρχει ως μια απόλυτη και συνάμα αντιφατική δύναμη, εφόσον στις περισσότερες περιπτώσεις λειτουργεί προστατευτικά και τυραννικά, σε βαθμό που περισφίγγει το αντικείμενό της τόσο ώστε να το αναιρεί.

Το ονειρικό και το μαγικό στοιχείο, που δεσπόζει στις αφηγήσεις της Βιτάλη, μαρτυρεί γόνιμα διδάγματα από την τεχνοτροπία του μαγικού ρεαλισμού, αλλά και του λαϊκού παραμυθιού. ’λλοτε εισβάλλει απρόοπτα κι άλλοτε εξαρχής διαμορφώνει μια φασματική ατμόσφαιρα, όπου διαδραματίζονται τα δρώμενα. σε συνδυασμό με τη σκόπιμη αοριστία των τοπικών και χρονικών προσδιορισμών, που στοιχειοθετούν το πλαίσιο των ιστοριών, προσδίδει στις υποθέσεις μια μυθική διάσταση, η οποία θυμίζει έντονα παραμυθιακή αφήγηση.

Το αποτέλεσμα είναι μια πρωτότυπη και θελκτική αφηγηματική έκφραση, που παλινδρομεί και ισορροπεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το ονειρικό στοιχείο, δημιουργώντας ένα είδος έντεχνων παραμυθιών, που έχουν πολλά να διδάξουν, καθώς, λόγω των θεμελιωδών υπαρξιακών θεμάτων που θίγουν (γονική και ερωτική σχέση με τις διαπλοκές τους), ξεπερνούν το επίπεδο του ενδοκειμενικού χωροχρόνου και μπορούν να λάβουν συμβολική, οικουμενική και διαχρονική υπόσταση.

Και τούτο διότι, τόσο η μητρότητα όσο και ο έρωτας, είναι δυνάμεις που λειτουργούν καταλυτικά για την εξέλιξη των προσώπων, όντας πότε αλληλοαποκλειόμενες (όταν η μητρότητα μονοπωλεί την ύπαρξη του φορέα της ή του αντικειμένου της και επιθυμεί ν' αποκλείσει το βίωμα του έρωτα) και πότε συμπληρωματικές (όταν αναπόφευκτα του επιτρέπει να λειτουργήσει). Το διήγημα "Εκείνος που τον έλεγαν Μείνε" αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της πρώτης περίπτωσης: η Αντρίκα, μητέρα ενός νέου με την εύγλωττη ονομασία Μείνε (αποκαλυπτική της μητρικής επιθυμίας), κυριαρχεί απόλυτα στην ύπαρξη του μονάκριβου γιου της, με τον οποίο είναι παθολογικά συνδεδεμένη, και τον εμποδίζει να γνωρίσει την εμπειρία του έρωτα. Έτσι, εκείνος πέφτει σε μαρασμό και οδηγείται στην αυτοκτονία, ενώ η ίδια εξαφανίζεται από το χωριό, όπου είχαν εγκατασταθεί ως πρόσφυγες. Αν και το διήγημα αξιοποιεί έναν αναγνωρίσιμο μύθο με αρχετυπική σύσταση για τη σχέση μητέρας-γιου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που τον πλαισιώνει. Η αφήγηση, χτίζει την υποτυπώδη πλοκή επάνω σε λέξεις και χειρονομίες με εύγλωττους συμβολισμούς. Για παράδειγμα, η κρεμάλα, ως αινιγματική εικόνα στην αρχή, σημασιοδοτείται στη συνέχεια συμβολικά, ως γάμος, αλλά και κυριολεκτικά, ως θάνατος, καθώς γίνεται ο τρόπος με τον οποίο τελειώνει την αδιέξοδη ζωή του ο Μείνε.

Μέσα από το αμφίσημο αυτό μοτίβο-σύμβολο, και τη φοβική αντίδραση που ούτως ή άλλως εμπνέει τα δύο βιώματα του έρωτα και του θανάτου συναρτώνται στενά στο βαθμό μάλιστα που εξ ορισμού αλληλοαποκλείονται. η επίδραση των δυνάμεων της μητρότητας και του έρωτα -με εμφανείς τις φροϋδικές της καταβολές- είναι μοιραία, καθώς αυτές συνδέονται με το πεπρωμένο των ηρώων, ως εξωτερικές συγκυρίες που απαντούν σε πρωταρχικά ορμέμφυτα, κάτι που τους δίνει έναν ακατάλυτο, νομοτελειακό χαρακτήρα. Οι ήρωες των ιστοριών δεν έχουν πολλά περιθώρια αυτονομίας: είναι δέσμιοι αυτών των ενστίκτων που τους οδηγούν τυφλά σε διαπροσωπικές ενώσεις και συγκρούσεις, μέσα από δεσμούς αίματος και αγχιστείας, και αυτός αποδεικνύεται ο μόνος τρόπος για να βιώσουν την ύπαρξή τους. Έτσι, η στέρηση των δύο αυτών στοιχειωδών -και κάθε άλλο παρά ανώδυνων στις διαστάσεις και επιπλοκές τους- ενστίκτων και η προσπάθεια πλήρωσης (ή αναπλήρωσής) τους, αναπότρεπτα ωθεί τους ήρωες σε αναζητήσεις, που επιβεβαιώνουν την ακατάλυτη κυριαρχία τους, ως κινητήριες δυνάμεις της ύπαρξης.

Γιάννης Παπακώστας, "Κ" Περιοδικό Κριτικής Λογοτεχνίας και Τεχνών, Μάρτιος 2006


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΟΙ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΜΗΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΛΕΙΑΣ ΒΙΤΑΛΗ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ